κυαιστώριον

κυαιστώριον
κυαιοτώριον και κοιαιστώριον, τὸ (Μ)
1. το αξίωμα ή ο χρόνος αρχής τού κοιαίστορα
2. η κατοικία ή η έδρα τού κοιαίστορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού λατ. quaestorium < λατ. quaestor «κοιαίστωρ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”